Η κούκλα, το παιδί και το παιχνίδι

κουκλο θε 3Μετά από τόσα χρόνια, τόσα που φεύγει πλέον η παιδική αθωότητα, ακόμα και τώρα, μία κούκλα μπορεί και προκαλεί τέτοια συγκίνηση. Οι παιδικές φωνές σκορπίζονταν μέσα στο χώρο της ΧΑΝΘ με μόνο στολίδι τη διάθεση όλων.

Ποιος μπορεί να πιστέψει ότι ένα άψυχο πλάσμα, ένα πλαστικό, πήλινο ή άλλο αντικείμενο μπορεί να πει τόσα πολλά, να περάσει τόσα μηνύματα και να πει καθαρά την αλήθεια, καμιά φορά καλύτερα και από τον μεγαλύτερο ηθοποιό. Η κούκλα είναι το καταφύγιο της αλήθειας αλλά και των παιδιών. Άλλωστε είναι αυτά πρώτα που φέρουν την αλήθεια στην επιφάνεια. Αυτή η επαφή της κούκλας με το παιδί μπορεί να είναι μια διαδικασία που γίνεται χωρίς συστάσεις και υποδείξεις, αυτόματα και φυσικά, όμως το κουκλοθέατρο της Λίτσας και της Χριστίνας Μπήτιου είναι κάτι παραπάνω από την επιβεβαίωση της βασικής αυτής επαφής.

Πρόκειται μάλλον για την επαφή των νέων με το παλιό, το παραδοσιακό, που παρά τα χρόνια έμεινε σταθερή αξία στην εκπαίδευση των παιδιών και βασική τους συντροφιά. Και ακόμα περισσότερο τα μηνύματα που αυτά τα παλιά διδάγματα περνάνε στους μικρούς και την έμμεση υπόσχεση να γίνουν μέσα από αυτό πιο ώριμοι θεατές αργότερα. Πιο το νόημα άλλωστε να κοιτά προσκολλημένο το παιδί μια οθόνη που μόνο οικεία δεν νιώθει.

Η κούκλα μιλάει στο παιδί, το αναγκάζει να αναλάβει ρόλους εξουσίας, προστασίας πάνω της, να ξεσπάσει, να μαλώσει να πει τα μυστικά του και στο τέλος να κλάψει ή να γελάσει μαζί της. Αλίμονο στους γονείς που θα ακούσουν κρυφές συζητήσεις των παιδιών τους με τις κούκλες. Ένας ρόλος λοιπόν τόσο θεμελιώδης για το παιδί δεν θα μπορούσε να αντικατασταθεί με κάτι άλλο. Μια κούκλα που κατασκευάζεται από την Χριστίνα Μπήτιου θα πει αργότερα λόγια μαγικά, θα τραγουδήσει και στο τέλος θα περάσει στα παιδιά το μήνυμα που πρέπει, μέσα από τα κλασσικά και γνωστά σε όλους παραμύθια λίγο διαφορετικά, με ένα τόνο μεταμέλειας. Ποιο το νόημα άλλωστε αν ο λύκος μετανιώσει αφού φάει τη γιαγιά και τη Κοκκινοσκουφίτσα?

κουκλο θε 2

Ο αρχικός πηλός για εκείνη δεν ήταν ποτέ κάτι άψυχο. Πριν ακόμα έρθει στα χέρια της, μιλάει με εκείνη αλλά και με τον ίδιο τον ρόλο. Εκείνος καθοδηγεί τα βήματα της. Δεν είναι τεχνική το ένστικτο. Απλά συμβαίνει. Και αν γινόταν διαφορετικά το αποτέλεσμα όπως μας λέει η κ. Λίτσα «θα ήταν μια Barbie. Πολύ όμορφη αλλά δεν έχει τίποτα να πει. Η κούκλες πρέπει να παίρνουν διαφορετικό ύφος τη φορά. Κρύβουν έναν κλαυσίγελο.»

Πίσω από το πανί κρύβονται δυο ψυχές. Πότε είναι ο λύκος, πότε ο κυνηγός, πότε η γιαγιά και πότε η Κοκκινοσκουφίτσα. Πάντα όμως είναι οι αισθήσεις του θεάτρου. Βλέπουν τα παιδιά και ας είναι τυφλές πίσω από το πανί. Ακούνε και ας μιλάνε όλοι την ώρα. Είναι δύσκολο το παιδικό κοινό. Πρέπει να το προκαλείς ακατάπαυστα, να του κεντρίζεις το ενδιαφέρον γιατί δεν το κρατάει ακόμα καμιά θεατρική αγωγή από το να μην πάει τουαλέτα, να μην μιλήσει με τους φίλους του ή να γκρινιάξει στη δασκάλα του. Γι’ αυτό και τα κείμενα είναι στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτέλεσμα αυτοσχεδιασμού που αλλάζει κάθε φορά ανάλογα με το κοινό.

«Ποτέ δεν μπαίνουμε κατευθείαν στη σκηνή χωρίς να μας δούν πρώτα τα παιδιά, χωρίς να τους πούμε δυο λόγια για το έργο γιατί τα παιδιά δεν ξέρουν ακριβώς τι θα ακολουθήσει.» μας λέει η Χριστίνα Μπήτιου. Και από εκεί ξεκινά το παραμύθι. Μας εξηγούν όμως πως μία τέτοια δουλειά δεν είναι για τον καθένα. Χρειάζεται αγάπη και έλλειψη επαγγελματικής οπτικής για να έχεις ένα καλό αποτέλεσμα στο κουκλοθέατρο.

Οι κυρίες αυτές ακολουθούν την ίδια συνταγή χρόνια τώρα. Πρώτη η μητέρα, η Λίτσα Μπήτιου, η οποία ασχολήθηκε ύστερα από παρότρυνση με το κουκλοθέατρο μιας και κατασκέυαζε πάντα κούκλες. Πλέον όμως απέκτησαν και πνοή, ζωντάνεψαν. Η κόρη Χριστίνα Μπήτιου μπήκε από μικρή στο χορό, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αγάπησε μέσα από τη συνεχή επαφή με τις κούκλες τη δουλειά και έτσι σήμερα πέρα από τη μαμά απέκτησε και μια πολύ καλή συνεργάτιδα. Συνδυάζει χορό και κουκλοθέατρο και όπως μας εξήγησε δεν τα ξεχωρίζει. Το κουκλοθέατρο της ΧΑΝΘ δίνει από το 2003 πολλές παραστάσεις και έχει ακόμα πολλές να δώσει και πολλά να διδάξει.

Σοφία Χατζηνικολάου

Σχολιάστε